Ημερολόγιο
«Η προίκα σου είναι που σε κράτησα ζωντανή»
Η ταινία της Εύας Νάθενα «Φόνισσα», σε σενάριο της Κατερίνας Μπέη, που προβάλλεται από τον Νοέμβριο στους κινηματογράφους, μας έφερε κοντά στην ζοφερή καθημερινότητα των γυναικών σε μια πατριαρχικά δομημένη κοινωνία που την μαστίζει η φτώχεια και καταδυναστεύει ο διαρκής αγώνας για επιβίωση. Είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Φόνισσα» και δεν αποτελεί μεταφορά του καθώς έχει σαφείς διαφοροποιήσεις από αυτό -ήδη από τον τίτλο- παρά τις εμφανείς ομοιότητες, αφού είναι εμπνευσμένη από το εμβληματικό μυθιστόρημα του σημαντικού Σκιαθίτη λογοτέχνη μας. Η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη , η γριά Φραγκογιαννού, και η κοινωνία μέσα στην οποία ζει δίνουν τον καμβά για μια δημιουργική ανασύνθεση του περιβάλλοντος που δημιουργεί φόνισσες, δείχνοντας με σαφήνεια και γλαφυρή ενάργεια τη δεινή θέση της γυναίκας σε αυτό. Η ταινία, πέρα από την αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική της αξία, αποτελεί ένα οξύ κοινωνικό σχόλιο ενάντια στην νοοτροπία και τις αξίες της πατριαρχίας -πολλές από τις οποίες επιβιώνουν ως τις μέρες μας- καθώς η οπτική του φύλου είναι έντονη στο περιεχόμενό της, με το οποίο θα ασχοληθούμε στην συνέχεια του σχολίου μας, αφήνοντας έξω τα άλλα σημαντικά στοιχεία που συνιστούν την καλλιτεχνική της διάσταση, δίχως να τα παραγνωρίζουμε.
Από τα πρώτα πλάνα γίνεται γνωστή στους θεατές η εστίασή της στην δράση της ηρωίδας που απάδει από την αποδεκτή αντίληψη για την αποστολή μιας γυναίκας που έχει τον ρόλο της μαίας ή της πρακτικής γιατρού, της γνώστριας των θεραπευτικών βοτάνων. «΄Ονομα : Φόνισσα» ομολογεί από την αρχή της ταινίας. Η γριά Φραγκογιαννού γίνεται φόνισσα σε μια κοινωνία που αρνείται στις γυναίκες οποιοδήποτε δικαίωμα αυτοδιάθεσης και συνεπώς αυτοπραγμάτωσης. Η προσωπικότητα και η διαμόρφωση της ταυτότητάς τους οφείλει να ευθυγραμμίζεται με τα κυρίαρχα στοιχεία του προτύπου της ανδροκρατούμενης κοινωνίας στην οποία ζουν, την υπακοή στις προσδοκίες – επιταγές του γυναικείου ρόλου, χωρίς να διαφαίνεται το παραμικρό περιθώριο αμφισβήτησης ή απόκλισης από τον προορισμό αυτό. Η πατριαρχική κοινωνία βαραίνει και τα δύο φύλα, τους άντρες με την ευθύνη του βιοπορισμού και της διαβίωσης της οικογένειας, και τις γυναίκες με την αίσθηση του φορτίου που επιβαρύνει τα αρσενικά μέλη. Με τον τρόπο αυτό στερεί και τα δύο φύλα από το δικαίωμα της επιλογής της ζωής τους. Οι άντρες, ωστόσο, όντας περισσότερο προνομιούχοι έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα και ευκαιρίες να αποδράσουν από το χρέος στην οικογένεια, ενώ οι γυναίκες παραμένουν δέσμιες σε αυτό, αφού οι μεμονωμένες και αποσπασματικές εξεγέρσεις τους δεν αλλάζουν την κατάστασή τους. Σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο, έχοντας ζήσει μια ζωή ασφυκτική και νιώθοντας την πίεση του κοινωνικού της μικροκόσμου που της υποβάλλει ως κοινωνική απαίτηση - η οποία υπαγορεύεται από τους άνδρες που έχουν το «προνόμιο» των αποφάσεων - να απαλλάξει τις οικογένειες από το βάρος των θηλυκών προσώπων που δεν φαίνεται κατά την αντίληψή τους να είναι παραγωγικά η Φραγκογιαννού γίνεται Φόνισσα. Στην συνείδηση της Φόνισσας της ταινίας η δολοφονία των κοριτσιών και γυναικών προβάλλεται ως «κοινωνικό έργο».
Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη φέρει όλη την ευθύνη των εγκλημάτων που διαπράττει. Είναι η φυσική και ηθική αυτουργός των φόνων. Στην Φόνισσα της ταινίας της Νάθενα η ηθική ευθύνη μετατοπίζεται σιωπηρά στην αδυναμία της κοινωνίας και του ανδρικού πληθυσμού να δεχθεί ως ισότιμες στην παραγωγή και την κοινωνική ανάπτυξη τις γυναίκες, επιλέγοντας να τις αντιμετωπίζει ως βάρος και να αφήνει αναξιοποίητο το δημιουργικό δυναμικό τους. Κατά συνέπεια η ηρωίδα ως η φυσική αυτουργός γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος μιας κοινωνίας που νοσεί και αναζητεί στο έγκλημα την θεραπεία της. Η Φραγκογιαννού ως εξιλαστήριο θύμα των δεινών της πατριαρχίας έχει την τραγικότητα των ηρωικών μορφών που λυγίζουν από το κοινωνικό άχθος, το οποίο παρά τον αγώνα τους δεν καταφέρνουν να αποτινάξουν. Στην επανάστασή της σε νεαρή ηλικία, διεκδικώντας την προίκα της, το απατηλό εχέγγυο για μια καλύτερη ζωή , η απάντηση της μητέρας της έρχεται με την λεκτική βιαιότητα που αρμόζει στην πατριαρχική αντίληψη: «Η προίκα σου είναι που σε κράτησα ζωντανή».
Αναρωτιόμαστε, αν η ελεύθερη βούληση της βασικής ηρωίδας του δράματος να μην υποταχτεί στον προδιαγεγραμμένο κοινωνικό της ρόλο υπάρχει. Καθώς δεν διαπράττει τους φόνους άμεσα υπάρχει τουλάχιστον ως επιλογή η άρνηση της ανάληψης του επαχθούς έργου, ωστόσο φαίνεται να συντρίβεται μέσα στην δίνη της ψυχικής και πνευματικής σύγχυσης στην οποία βρίσκεται και της κοινωνικής απαίτησης για την εξάλειψη του γυναικείου βάρους.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι και το μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη, από το οποίο αντλεί τα κοινωνικά μοτίβα που σχολιάζει η ταινία, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά με τον υπότιτλο «κοινωνικόν μυθιστόρημα» στο εικονογραφημένο λογοτεχνικό περιοδικό «Παναθήναια» το 1903 σε συνέχειες από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο. Ήδη από το 1896 ο συγγραφέας με το πασχαλινό διήγημά του «Χωρίς στεφάνι» ασκεί κριτική στην στάση της κοινωνίας απέναντι στις ανύπαντρες γυναίκες που συζούσαν με έναν άνδρα και επιχειρηματολογεί υπέρ του πολιτικού γάμου, έναν σχεδόν αιώνα πριν την θεσμοθέτησή του, καταγγέλλοντας την καταπίεση που δέχονταν οι γυναίκες.