Ημερολόγιο
Γυναικοκτονία: ο νόμος είναι η αρχή, η δικαιοσύνη το ζητούμενο
Απο την Παναγιώτα Τσώνη*
Όταν δύο διαφορετικές επιτροπές του ΟΗΕ, μέσα σε διάστημα λίγων μηνών, καλούν ρητά την Ελλάδα να αναγνωρίσει τη γυναικοκτονία ως ξεχωριστό ποινικό αδίκημα, το μήνυμα δεν μπορεί να αγνοηθεί: το φαινόμενο έχει λάβει διαστάσεις που απαιτούν θεσμική, πολιτική και κοινωνική απάντηση.
Τον Φεβρουάριο 2024, η Επιτροπή για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών (CEDAW) ζήτησε την άμεση τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, έτσι ώστε οι γυναικοκτονίες να αναγνωρίζονται ρητά και όχι να αντιμετωπίζονται ως «απλές» ανθρωποκτονίες.
Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (ICCPR) επανέλαβε τη σύσταση, καλώντας την Ελλάδα να ενσωματώσει στον Ποινικό Κώδικα το αδίκημα της γυναικοκτονίας και να διασφαλίσει την υποχρεωτική εκπαίδευση αστυνομικών, εισαγγελέων και δικαστών, με έμφαση στη διάσταση του φύλου.
Η πίεση αυτή από τον ΟΗΕ, αναδεικνύει ότι οι γυναικοκτονίες, δεν είναι ιδιωτικές τραγωδίες, δεν είναι εγκλήματα πάθους, δεν συνέβησαν γιατί το θύμα τις προκάλεσε. Είναι αποτέλεσμα συστημικής έμφυλης βίας και ως τέτοιο οφείλει το κράτος δικαίου να το αντιμετωπίζει.
Το να αποκαλούμε μια γυναικοκτονία με το όνομά της δεν είναι απλώς συμβολικό. Είναι απαραίτητο. Όταν το φύλο του θύματος —και το κίνητρο πίσω από το έγκλημα— παραλείπεται, το έγκλημα χάνει την πραγματική του ταυτότητα, μένει αόρατο. Κι όταν είναι αόρατο, επαναλαμβάνεται.
Η γυναικοκτονία δεν είναι μια «στιγμιαία» πράξη βίας. Είναι το αποτέλεσμα μιας κουλτούρας που ανέχεται τη βία κατά των γυναικών, τη νομιμοποιεί μέσα από στερεότυπα και την αναπαράγει ακόμα και μέσα από κρατικούς θεσμούς.
Είναι η τιμωρία των γυναικών επειδή είναι γυναίκες, επειδή θέλησαν να φύγουν, να χωρίσουν, να πάψουν να σωπαίνουν.
Δεν είναι «ζήλια» ή «πάθος», είναι η τιμωρία για την ανυπακοή τους.
Η νομική αναγνώριση λοιπόν της γυναικοκτονίας είναι πια επιβεβλημένη, αναγκαία, το απαιτεί η κοινωνία, το φωνάζουν οι οικογένειες των θυμάτων, το συνιστούν οι διεθνείς φορείς.
Όμως δεν είναι αρκετή.
Ο νόμος από μόνος του δεν αλλάζει αντιλήψεις· αποτελεί το πλαίσιο, αλλά η ουσιαστική εφαρμογή του προϋποθέτει τη στήριξη και την ενδυνάμωση όσων τον υπηρετούν – των δικαστών και των εισαγγελέων. Για να αποτυπώνεται με συνέπεια η έννοια της γυναικοκτονίας στη δικαστική πράξη, χρειάζεται συνεχής εκπαίδευση, ενημέρωση και κατανόηση της έμφυλης διάστασης της βίας.
Έτσι, αυτό που φέρει την μεγαλύτερη σημασία είναι η εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών, των λειτουργών που είναι επιφορτισμένοι με την ύψιστη αποστολή, αυτή της απονομής της δικαιοσύνης. Είναι αυτοί που στηρίζουν το κράτος δικαίου και στους οποίους ο πολίτης εμπιστεύεται την προστασία, την αποκατάσταση και την τήρηση του νόμου.
Αυτό άλλωστε ήταν και το επιστέγασμα της έρευνας ''The Family Justice Response to Domestic Violence'', που διενεργήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και παρουσιάστηκε στο διεθνές συνέδριο «The Converging Impact of the European Convention on Human Rights and the Istanbul Convention», που πραγματοποιήθηκε στο Στρασβούργο τον Σεπτεμβρίου 2025, από το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ECHR) και την GREVIO, με σκοπό να αναδείξει τη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης για την προστασία των γυναικών και των παιδιών από τη βία.
Η έρευνα αυτή, αποτελεί μία μελέτη του τρόπου αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας από τα δικαστήρια έξι ευρωπαϊκών χωρών. Βασισμένη σε συνεντεύξεις με επιζώσες, δικαστές, δικηγόρους και ειδικούς, ανέδειξε σοβαρές ελλείψεις στην κατανόηση της βίας και στην εκπαίδευση των επαγγελματιών, υπογραμμίζοντας την ανάγκη υποχρεωτικής και συστηματικής εκπαίδευσης των δικαστών και όλων των λειτουργών της δικαιοσύνης.
Η νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας επομένως, δεν είναι μία απλή εισαγωγή στο ποινικό μας δίκαιο, όπως η αυστηροποίηση των αναστολών και μετατροπών των ποινών, είναι ένα έγκλημα με κοινωνικές διαστάσεις, με αντιλήψεις βαθιά ριζωμένες ανά τα χρόνια, με συμπεριφορές αποκλίνουσες αλλά ταυτοχρόνως κοινωνικά «αποδεκτές». Χρειάζεται να το εντοπίσουμε, να το μελετήσουμε, να το αναλύσουμε, να το κατανοήσουμε. Και πρώτα από όλα, χρειάζεται να μελετηθεί από τις δικαστικές αρχές, ώστε να είναι σε θέση να ερμηνεύσουν, αξιολογήσουν και κατανοήσουν τα βαθύτερα αίτια του.
Μόνο τότε η αλλαγή θα είναι ουσιαστική.
Γιατί το αδίκημα υπάρχει, το κίνητρο είναι το φύλο, και έχει σημασία.
*Παναγιώτα Τσώνη
Δικηγόρος, Νομική Σύμβουλος Κοινωνικής Υπηρεσίας και Συντονίστριας των Δράσεων της ΧΕΝ Ελλάδος